Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
ὑπαλλαγή
View word page
ὕπακρος
nearly the highest

ShortDef

nearly the highest

Debugging

Headword:
ὕπακρος
Headword (normalized):
ὕπακρος
Headword (normalized/stripped):
υπακρος
IDX:
90337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90338
Key:

Data

{'content': 'nearly the highest'}