Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
ὑπακτικός
ὑπαλγέω
ὑπαλεαίνω
ὑπάλειμμα
ὑπάλειπτος
ὑπάλειπτρον
ὑπαλείφω
ὑπάλειψις
View word page
ὑπακούω
to listen, hearken, give ear
ShortDef
to listen, hearken, give ear
Debugging
Headword:
ὑπακούω
Headword (normalized):
ὑπακούω
Headword (normalized/stripped):
υπακουω
IDX:
90336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90337
Key:
Data
{'content': 'to listen, hearken, give ear'}