Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
ὕπακρος
ὑπακτέον
View word page
ὑπαισχύνομαι
to be somewhat ashamed

ShortDef

to be somewhat ashamed

Debugging

Headword:
ὑπαισχύνομαι
Headword (normalized):
ὑπαισχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπαισχυνομαι
IDX:
90328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90329
Key:

Data

{'content': 'to be somewhat ashamed'}