Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
ὑπακούω
View word page
ὑπαισθάνομαι
observe
ShortDef
observe
Debugging
Headword:
ὑπαισθάνομαι
Headword (normalized):
ὑπαισθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπαισθανομαι
IDX:
90326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90327
Key:
Data
{'content': 'observe'}