Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
ὑπάκουσις
ὑπακουστέον
View word page
ὑπαινίσσομαι
to intimate darkly, hint at
ShortDef
to intimate darkly, hint at
Debugging
Headword:
ὑπαινίσσομαι
Headword (normalized):
ὑπαινίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
υπαινισσομαι
IDX:
90325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90326
Key:
Data
{'content': 'to intimate darkly, hint at'}