Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
ὑπακουός
View word page
ὕπαιθρος
sub Dio, in the open air

ShortDef

sub Dio, in the open air

Debugging

Headword:
ὕπαιθρος
Headword (normalized):
ὕπαιθρος
Headword (normalized/stripped):
υπαιθρος
IDX:
90323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90324
Key:

Data

{'content': 'sub Dio, in the open air'}