Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
ὑπακοή
ὑπακολουθέω
View word page
ὑπαίθριος
under the sky, in the open air, a-field

ShortDef

under the sky, in the open air, a-field

Debugging

Headword:
ὑπαίθριος
Headword (normalized):
ὑπαίθριος
Headword (normalized/stripped):
υπαιθριος
IDX:
90322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90323
Key:

Data

{'content': 'under the sky, in the open air, a-field'}