Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
ὑπαίθω
ὑπαινίσσομαι
ὑπαισθάνομαι
ὑπαΐσσω
ὑπαισχύνομαι
ὑπαίτιος
ὑπακμάζω
View word page
ὑπαΐδιος
eternal
ShortDef
eternal
Debugging
Headword:
ὑπαΐδιος
Headword (normalized):
ὑπαΐδιος
Headword (normalized/stripped):
υπαιδιος
IDX:
90320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90321
Key:
Data
{'content': 'eternal'}