Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
ὕπαιθρος
View word page
ὑπαγωγός
carrying off downwards, evacuating

ShortDef

carrying off downwards, evacuating

Debugging

Headword:
ὑπαγωγός
Headword (normalized):
ὑπαγωγός
Headword (normalized/stripped):
υπαγωγος
IDX:
90313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90314
Key:

Data

{'content': 'carrying off downwards, evacuating'}