Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
ὑπαίθριος
View word page
ὑπαγωγικός
drawn slowly out

ShortDef

drawn slowly out

Debugging

Headword:
ὑπαγωγικός
Headword (normalized):
ὑπαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
υπαγωγικος
IDX:
90312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90313
Key:

Data

{'content': 'drawn slowly out'}