Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
ὑπαΐδιος
ὕπαιθα
View word page
ὑπαγωγή
a leading on gradually

ShortDef

a leading on gradually

Debugging

Headword:
ὑπαγωγή
Headword (normalized):
ὑπαγωγή
Headword (normalized/stripped):
υπαγωγη
IDX:
90311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90312
Key:

Data

{'content': 'a leading on gradually'}