Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
ὑπάετος
ὑπαιδέομαι
View word page
ὑπάγω
to lead
ShortDef
to lead
Debugging
Headword:
ὑπάγω
Headword (normalized):
ὑπάγω
Headword (normalized/stripped):
υπαγω
IDX:
90309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90310
Key:
Data
{'content': 'to lead'}