Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
ὑπαγωγικός
ὑπαγωγός
ὑπαγωνιάω
ὑπᾴδω
ὑπαείδω
ὑπαέριος
View word page
ὑπάγροικος
somewhat clownish

ShortDef

somewhat clownish

Debugging

Headword:
ὑπάγροικος
Headword (normalized):
ὑπάγροικος
Headword (normalized/stripped):
υπαγροικος
IDX:
90307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90308
Key:

Data

{'content': 'somewhat clownish'}