Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
ὑπαγωγεύς
ὑπαγωγή
View word page
ὑπαγκάλισμα
that which is clasped in the arms, a beloved one

ShortDef

that which is clasped in the arms, a beloved one

Debugging

Headword:
ὑπαγκάλισμα
Headword (normalized):
ὑπαγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
υπαγκαλισμα
IDX:
90301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90302
Key:

Data

{'content': 'that which is clasped in the arms, a beloved one'}