Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
ὑπαγορεύω
ὑπάγροικος
ὑπάγρυπνος
ὑπάγω
View word page
ὑπαγκαλίζω
to clasp in the arms, embrace

ShortDef

to clasp in the arms, embrace

Debugging

Headword:
ὑπαγκαλίζω
Headword (normalized):
ὑπαγκαλίζω
Headword (normalized/stripped):
υπαγκαλιζω
IDX:
90299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90300
Key:

Data

{'content': 'to clasp in the arms, embrace'}