Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
ὑπαγορευτικός
View word page
ὑπαγανακτέω
become somewhat wroth

ShortDef

become somewhat wroth

Debugging

Headword:
ὑπαγανακτέω
Headword (normalized):
ὑπαγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
υπαγανακτεω
IDX:
90295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90296
Key:

Data

{'content': 'become somewhat wroth'}