Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
ὑπάγνυμι
ὑπαγόρευσις
View word page
ὑοφορβός
swineherd
ShortDef
swineherd
Debugging
Headword:
ὑοφορβός
Headword (normalized):
ὑοφορβός
Headword (normalized/stripped):
υοφορβος
IDX:
90294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90295
Key:
Data
{'content': 'swineherd'}