Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑοβοσκός
ὑοειδής
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
ὑπαγκώνιον
View word page
ὑοφορβία
pigsty
ShortDef
pigsty
Debugging
Headword:
ὑοφορβία
Headword (normalized):
ὑοφορβία
Headword (normalized/stripped):
υοφορβια
IDX:
90292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90293
Key:
Data
{'content': 'pigsty'}