Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑννιμάχος
ὑοβοσκός
ὑοειδής
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
ὑπαγκάλιος
ὑπαγκάλισμα
View word page
ὑοφορβεῖον
porcinarium
ShortDef
porcinarium
Debugging
Headword:
ὑοφορβεῖον
Headword (normalized):
ὑοφορβεῖον
Headword (normalized/stripped):
υοφορβειον
IDX:
90291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90292
Key:
Data
{'content': 'porcinarium'}