Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑμός
ὕνις
ὑννιμάχος
ὑοβοσκός
ὑοειδής
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
ὑπάγγελτος
ὑπαγκαλίζω
View word page
ὑοσκυαμάω
to be mad from taking henbane: to be raving mad

ShortDef

to be mad from taking henbane: to be raving mad

Debugging

Headword:
ὑοσκυαμάω
Headword (normalized):
ὑοσκυαμάω
Headword (normalized/stripped):
υοσκυαμαω
IDX:
90289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90290
Key:

Data

{'content': 'to be mad from taking henbane: to be raving mad'}