Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑμνῳδία
ὑμνῳδός
ὑμός
ὕνις
ὑννιμάχος
ὑοβοσκός
ὑοειδής
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
ὑόσερις
ὑοσκυαμάω
ὑοσκύαμος
ὑοφορβεῖον
ὑοφορβία
ὑοφόρβιον
ὑοφορβός
ὑπαγανακτέω
ὑπαγγελεύς
ὑπάγγελος
View word page
ὑοσαλακωνία
piggish ostentation

ShortDef

piggish ostentation

Debugging

Headword:
ὑοσαλακωνία
Headword (normalized):
ὑοσαλακωνία
Headword (normalized/stripped):
υοσαλακωνια
IDX:
90287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90288
Key:

Data

{'content': 'piggish ostentation'}