Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑμνολόγος
ὑμνοποιός
ὑμνοπολεύω
ὑμνοπόλος
ὕμνος
ὑμνοτόκος
ὑμνόφιλος
ὑμνῳδάρχης
ὑμνῳδεῖον
ὑμνῳδέω
ὑμνῳδία
ὑμνῳδός
ὑμός
ὕνις
ὑννιμάχος
ὑοβοσκός
ὑοειδής
ὑομουσία
ὑόπρῳρος
ὑοπώλης
ὑοσαλακωνία
View word page
ὑμνῳδία
the singing of a hymn, hymning
ShortDef
the singing of a hymn, hymning
Debugging
Headword:
ὑμνῳδία
Headword (normalized):
ὑμνῳδία
Headword (normalized/stripped):
υμνωδια
IDX:
90277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90278
Key:
Data
{'content': 'the singing of a hymn, hymning'}