Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλῷος
ὑλωρέω
ὑλωρός
Ὑμαίης
ὑμεδαπός
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμένινος
ὑμενοειδής
ὑμενόπτερος
ὑμενόστρακος
ὑμενόω
ὑμενώδης
ὑμέτερος
ὑμήν
Ὑμήν
Ὑμηττός
ὑμναγόρης
View word page
ὑμένινος
of skin

ShortDef

of skin

Debugging

Headword:
ὑμένινος
Headword (normalized):
ὑμένινος
Headword (normalized/stripped):
υμενινος
IDX:
90240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90241
Key:

Data

{'content': 'of skin'}