Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφορέω
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλῷος
ὑλωρέω
ὑλωρός
Ὑμαίης
ὑμεδαπός
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμένινος
ὑμενοειδής
ὑμενόπτερος
ὑμενόστρακος
ὑμενόω
View word page
ὑλωρός
a forester
ShortDef
a forester
Debugging
Headword:
ὑλωρός
Headword (normalized):
ὑλωρός
Headword (normalized/stripped):
υλωρος
IDX:
90234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90235
Key:
Data
{'content': 'a forester'}