Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλότομος
ὑλοτόμος
ὑλοτραγέω
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφορέω
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλῷος
ὑλωρέω
ὑλωρός
Ὑμαίης
ὑμεδαπός
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμεναιόω
ὑμένινος
ὑμενοειδής
View word page
ὑλώδης
woody, wooded

ShortDef

woody, wooded

Debugging

Headword:
ὑλώδης
Headword (normalized):
ὑλώδης
Headword (normalized/stripped):
υλωδης
IDX:
90231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90232
Key:

Data

{'content': 'woody, wooded'}