Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑλοσκόπος
ὑλότης
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτομικός
ὑλοτόμιον
ὑλότομος
ὑλοτόμος
ὑλοτραγέω
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφορέω
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλῷος
ὑλωρέω
ὑλωρός
Ὑμαίης
View word page
ὑλουργία
the carpenter's art, carpentry
ShortDef
the carpenter's art, carpentry
Debugging
Headword:
ὑλουργία
Headword (normalized):
ὑλουργία
Headword (normalized/stripped):
υλουργια
IDX:
90225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90226
Key:
Data
{'content': "the carpenter's art, carpentry"}