Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλόομαι
ὑλοποιός
ὑλόροδον
ὑλοσκόπος
ὑλότης
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτομικός
ὑλοτόμιον
ὑλότομος
ὑλοτόμος
ὑλοτραγέω
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφορέω
ὑλοφόρος
ὑλώδης
ὑλῷος
View word page
ὑλοτόμος
cutting wood, (n) a woodcutter

ShortDef

cutting wood, (n) a woodcutter

Debugging

Headword:
ὑλοτόμος
Headword (normalized):
ὑλοτόμος
Headword (normalized/stripped):
υλοτομος
IDX:
90222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90223
Key:

Data

{'content': 'cutting wood, (n) a woodcutter'}