Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλονόμος
ὑλόομαι
ὑλοποιός
ὑλόροδον
ὑλοσκόπος
ὑλότης
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτομικός
ὑλοτόμιον
ὑλότομος
ὑλοτόμος
ὑλοτραγέω
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
ὑλοφορβός
ὑλοφορέω
ὑλοφόρος
ὑλώδης
View word page
ὑλότομος
cut in the wood

ShortDef

cut in the wood

Debugging

Headword:
ὑλότομος
Headword (normalized):
ὑλότομος
Headword (normalized/stripped):
υλοτομος
IDX:
90221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90222
Key:

Data

{'content': 'cut in the wood'}