Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
ὑλομανής
ὑλομαχέω
ὑλονόμος
ὑλόομαι
ὑλοποιός
ὑλόροδον
ὑλοσκόπος
ὑλότης
ὑλοτομέω
ὑλοτομία
ὑλοτομικός
ὑλοτόμιον
ὑλότομος
ὑλοτόμος
ὑλοτραγέω
ὑλοτραφής
ὑλουργία
ὑλουργός
ὑλοφάγος
View word page
ὑλοτομέω
to cut wood
ShortDef
to cut wood
Debugging
Headword:
ὑλοτομέω
Headword (normalized):
ὑλοτομέω
Headword (normalized/stripped):
υλοτομεω
IDX:
90217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90218
Key:
Data
{'content': 'to cut wood'}