Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
ὑλομανής
ὑλομαχέω
ὑλονόμος
ὑλόομαι
ὑλοποιός
ὑλόροδον
ὑλοσκόπος
ὑλότης
View word page
ὑλοκοπέω
peck wood

ShortDef

peck wood

Debugging

Headword:
ὑλοκοπέω
Headword (normalized):
ὑλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
υλοκοπεω
IDX:
90206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90207
Key:

Data

{'content': 'peck wood'}