Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
ὑλομανής
ὑλομαχέω
ὑλονόμος
ὑλόομαι
ὑλοποιός
ὑλόροδον
ὑλοσκόπος
View word page
ὑλόκομος
thick grown with wood

ShortDef

thick grown with wood

Debugging

Headword:
ὑλόκομος
Headword (normalized):
ὑλόκομος
Headword (normalized/stripped):
υλοκομος
IDX:
90205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90206
Key:

Data

{'content': 'thick grown with wood'}