Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
ὑλομανής
ὑλομαχέω
ὑλονόμος
ὑλόομαι
View word page
ὑλοδρόμος
wood-ranging

ShortDef

wood-ranging

Debugging

Headword:
ὑλοδρόμος
Headword (normalized):
ὑλοδρόμος
Headword (normalized/stripped):
υλοδρομος
IDX:
90202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90203
Key:

Data

{'content': 'wood-ranging'}