Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
ὑλομανής
View word page
ὑλόβιος
living in the woods

ShortDef

living in the woods

Debugging

Headword:
ὑλόβιος
Headword (normalized):
ὑλόβιος
Headword (normalized/stripped):
υλοβιος
IDX:
90199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90200
Key:

Data

{'content': 'living in the woods'}