Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
ὕλοι
ὑλόκομος
ὑλοκοπέω
ὑλοκόπος
ὑλομανέω
View word page
ὑλοβάτης
one who haunts the woods

ShortDef

one who haunts the woods

Debugging

Headword:
ὑλοβάτης
Headword (normalized):
ὑλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
υλοβατης
IDX:
90198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90199
Key:

Data

{'content': 'one who haunts the woods'}