Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλιβάτους
ὑλίζω
ὑλικός
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
ὑλοδρόμος
ὑλοζιδής
View word page
ὑλιστός
strained

ShortDef

strained

Debugging

Headword:
ὑλιστός
Headword (normalized):
ὑλιστός
Headword (normalized/stripped):
υλιστος
IDX:
90193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90194
Key:

Data

{'content': 'strained'}