Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλητήρ
ὑληωρός
ὑλιβάτους
ὑλίζω
ὑλικός
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
ὑλόβιος
ὑλογενής
ὑλογράφος
View word page
ὑλιστήριος
strained

ShortDef

strained

Debugging

Headword:
ὑλιστήριος
Headword (normalized):
ὑλιστήριος
Headword (normalized/stripped):
υλιστηριος
IDX:
90191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90192
Key:

Data

{'content': 'strained'}