Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλημα
ὑλητήρ
ὑληωρός
ὑλιβάτους
ὑλίζω
ὑλικός
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
Ὑλλίς
ὕλλος
Ὕλλος
ὑλοβάτης
View word page
ὑλισμός
fusio
ShortDef
fusio
Debugging
Headword:
ὑλισμός
Headword (normalized):
ὑλισμός
Headword (normalized/stripped):
υλισμος
IDX:
90188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90189
Key:
Data
{'content': 'fusio'}