Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑλέτης
ὑλεύς
Ὕλη
ὕλη
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλημα
ὑλητήρ
ὑληωρός
ὑλιβάτους
ὑλίζω
ὑλικός
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
ὑλιστήρ
ὑλιστήριος
ὑλιστικόν
ὑλιστός
Ὑλλεύς
View word page
ὑλίζω
to filter, strain

ShortDef

to filter, strain

Debugging

Headword:
ὑλίζω
Headword (normalized):
ὑλίζω
Headword (normalized/stripped):
υλιζω
IDX:
90184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90185
Key:

Data

{'content': 'to filter, strain'}