Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑλακτικός
ὑλασία
ὑλάστρια
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλέτης
ὑλεύς
Ὕλη
ὕλη
ὑλήεις
ὑληκοίτης
ὕλημα
ὑλητήρ
ὑληωρός
ὑλιβάτους
ὑλίζω
ὑλικός
ὕλιμος
ὗλις
ὑλισμός
ὑλιστάγιον
View word page
ὑληκοίτης
one who lodges in the wood
ShortDef
one who lodges in the wood
Debugging
Headword:
ὑληκοίτης
Headword (normalized):
ὑληκοίτης
Headword (normalized/stripped):
υληκοιτης
IDX:
90179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90180
Key:
Data
{'content': 'one who lodges in the wood'}