Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλακτικός
ὑλασία
ὑλάστρια
ὑλάω
ὑλειώτης
ὑλέτης
View word page
ὑλακή
a barking, howling
ShortDef
a barking, howling
Debugging
Headword:
ὑλακή
Headword (normalized):
ὑλακή
Headword (normalized/stripped):
υλακη
IDX:
90164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90165
Key:
Data
{'content': 'a barking, howling'}