Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλακτικός
ὑλασία
View word page
ὑλαγωγός
carrying wood
ShortDef
carrying wood
Debugging
Headword:
ὑλαγωγός
Headword (normalized):
ὑλαγωγός
Headword (normalized/stripped):
υλαγωγος
IDX:
90160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90161
Key:
Data
{'content': 'carrying wood'}