Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
ὑλακτικός
View word page
ὑλαγωγέω
to carry wood
ShortDef
to carry wood
Debugging
Headword:
ὑλαγωγέω
Headword (normalized):
ὑλαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
υλαγωγεω
IDX:
90159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90160
Key:
Data
{'content': 'to carry wood'}