Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλακτητής
View word page
ὑλαγμός
a barking, baying

ShortDef

a barking, baying

Debugging

Headword:
ὑλαγμός
Headword (normalized):
ὑλαγμός
Headword (normalized/stripped):
υλαγμος
IDX:
90158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90159
Key:

Data

{'content': 'a barking, baying'}