Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
ὑλακόμωρος
View word page
ὕλα
wood

ShortDef

wood

Debugging

Headword:
ὕλα
Headword (normalized):
ὕλα
Headword (normalized/stripped):
υλα
IDX:
90156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90157
Key:

Data

{'content': 'wood'}