Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
ὑλάδια
ὑλάζομαι
ὑλαῖος
ὑλακή
ὑλακόεις
View word page
ὑκοσκάπτω
dig
ShortDef
dig
Debugging
Headword:
ὑκοσκάπτω
Headword (normalized):
ὑκοσκάπτω
Headword (normalized/stripped):
υκοσκαπτω
IDX:
90155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90156
Key:
Data
{'content': 'dig'}