Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
υἱόθετος
υἱόθρεπτος
υἱοποιέομαι
υἱοποίητος
υἱοποιία
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
ὑλαγωγός
View word page
ὑκερός
(ἐκυρός) stepfather, father-in-law
ShortDef
(ἐκυρός) stepfather, father-in-law
Debugging
Headword:
ὑκερός
Headword (normalized):
ὑκερός
Headword (normalized/stripped):
υκερος
IDX:
90150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90151
Key:
Data
{'content': '(ἐκυρός) stepfather, father-in-law'}