Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

υἱοθετέω
υἱόθετος
υἱόθρεπτος
υἱοποιέομαι
υἱοποίητος
υἱοποιία
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
ὕλα
ὕλαγμα
ὑλαγμός
ὑλαγωγέω
View word page
υἱωνός
a grandson

ShortDef

a grandson

Debugging

Headword:
υἱωνός
Headword (normalized):
υἱωνός
Headword (normalized/stripped):
υιωνος
IDX:
90149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90150
Key:

Data

{'content': 'a grandson'}