Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑΐζω
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱοθετέω
υἱόθετος
υἱόθρεπτος
υἱοποιέομαι
υἱοποίητος
υἱοποιία
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
Ὕκκαρα
Ὑκκαρικός
ὑκοσκάπτω
View word page
υἱός
a son
ShortDef
a son
Debugging
Headword:
υἱός
Headword (normalized):
υἱός
Headword (normalized/stripped):
υιος
IDX:
90145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90146
Key:
Data
{'content': 'a son'}