Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑΐδιον
ὑΐδιον2
ὑϊδοῦς
ὑΐζω
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱοθετέω
υἱόθετος
υἱόθρεπτος
υἱοποιέομαι
υἱοποίητος
υἱοποιία
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
ὕκης
ὔκιστρον
View word page
υἱοποιέομαι
adopt as a son
ShortDef
adopt as a son
Debugging
Headword:
υἱοποιέομαι
Headword (normalized):
υἱοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
υιοποιεομαι
IDX:
90142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90143
Key:
Data
{'content': 'adopt as a son'}