Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
υἷ
ὑϊδῆ
ὑΐδιον
ὑΐδιον2
ὑϊδοῦς
ὑΐζω
υἱιδεύς
ὑϊκός
υἱοθεσία
υἱοθετέω
υἱόθετος
υἱόθρεπτος
υἱοποιέομαι
υἱοποίητος
υἱοποιία
υἱός
υἱόω
υἷς
ὑϊσμός
υἱωνός
ὑκερός
View word page
υἱόθετος
adopted as a son
ShortDef
adopted as a son
Debugging
Headword:
υἱόθετος
Headword (normalized):
υἱόθετος
Headword (normalized/stripped):
υιοθετος
IDX:
90140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90141
Key:
Data
{'content': 'adopted as a son'}